- φιλοκηδής
- -ές, Ααυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα»), πρβλ. δημο-κηδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκηδής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκηδῆ — φιλοκηδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιλοκηδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιλοκηδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek